- ξαλλάζω
- ξαλλάσσω (αόρ. (ε)ξάλλαξα) μετ. менять, переменять одежду; надевать выходной костюм, выходное платье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξαλλάζω — ξαλλάζω, ξάλλαξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξαλλάζω — και ξαλλάσσω αλλάζω τα ενδύματά μου, ιδίως βγάζω τα καθημερινά και φορώ τα γιορτινά ή αντιθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + αλλάζω / αλλάσσω] … Dictionary of Greek
ξαλλάζω — ξάλλαξα, αλλάζω ρούχα, βγάζω τα καλά μου και φορώ τα καθημερινά μου: Γύρισε στο σπίτι η νύφη και ξάλλαξε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)